Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Διήγημα: Για ένα καλύτερο αύριο.



Για ένα καλύτερο αύριο.





  ( Οποιαδήποτε συσχέτιση με άτομα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. )

  Ο Αρίστος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα νησί του Αιγαίου. Όχι από τα πολυδιαφημισμένα. Μία κλασσική πέτρα στο μέσω της άσπρης θάλασσας, όπως λέγανε οι παλαιοί το Αιγαίο. Γραφικό το χωριό του, λίγα άσπρα σπιτάκια, τετράγωνα και χωρίς κεραμίδι,  σκαρφαλωμένα στην ράχη ενός λόφου αντίκρυ στην θάλασσα. Στο μικρό λιμάνι καϊκάκια αραγμένα. Μέσα στη πόλη μικρά σοκάκια πέτρινα ανάμεσα στα φρεσκοασβεστωμένα οικήματα, που γινόντουσαν ακόμη μικρότερα από τις γλάστρες με τους βασιλικούς που ξεπρόβαλαν στην είσοδο της κάθε πόρτας, με το χαρακτηριστικό άσπρο σκαλάκι. Οι γονείς του απλοί άνθρωποι. Οι ασχολίες γνωστές. Ψάρεμα, ένα μικρό χωραφάκι και λίγα δωμάτια να ενοικιάζονται το καλοκαίρι σε τουρίστες, κυρίως ξένους, που αγαπούσαν τον ήλιο και τη θάλασσα. Τις Κυριακές κυρίως εκκλησία, ένα κάπως καλύτερο φαγητό και το βράδυ ένα ούζο με φίλους στον κήπο. Κατά περιόδους τα πέρναγαν δύσκολα. Βγαίναν όμως κουτσά στραβά και κάναν υπομονή. Είχαν αποφασίσει όλα μα όλα να τα αφιερώσουν στον μοναχογιό τους. Να μην γίνει σαν και αυτούς. Για ένα καλύτερο αύριο.


  Ο Αρίστος μεγάλωσε όπως όλα τα τυπικά παιδιά της γενιάς του στο νησί. Λίγα παιδιά στο σχολείο, με την περισσότερη διάρκεια της μέρας να την περνούν πάνω σε ένα ποδήλατο ή στην θάλασσα. Να ψήνεται ολημερίς από τον ήλιο και το αλάτι. Διάβασμα λίγο, ή μάλλον όσο χρειαζόταν για να αποφεύγει τις τιμωρίες και τις κατσάδες. Ο πατέρας του πολύ αυστηρός στο θέμα μόρφωσης. Δεν τον έπαιρνε καν για ψάρεμα αλλά ούτε και στα χωράφια. Τι να τα κάνει αυτά εξάλλου το παιδί; Το παιδί να μάθει γράμματα, να πάει στην πόλη, να πάει να σπουδάσει, να έχει μία καλύτερη ζωή. Για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Αρίστος μεγάλωσε, τα σχολικά πρώτα ανέμελα χρόνια πέρασαν. Διάβασμα πολύ στις τελευταίες τάξεις. Είχε όμως από τους γονείς του όλα τα εφόδια και όλη την άνεση χρόνου να αφοσιωθεί στον σκοπό του. Και είχε σκοπό σπουδαίο, όχι αστεία. Μία καλύτερη ζωή. Να δώσει πανελλαδικές να περάσει σε μία μεγάλη πόλη. Να σπουδάσει και να φύγει από το νησί. Να αφήσει αυτή τη μοναχική πέτρα του Αιγαίου.  Για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Αρίστος πέρασε στο πανεπιστήμιο! Εκείνη την μέρα θα την θυμόταν για πάντα. Πήγε στο μικρό άσπρο σπίτι τρέχοντας να ανακοινώσει στους γονείς του τα ευχάριστα. Βιαστικά ανέβαινε το μικρό σοκάκι. Οι γονείς του καθισμένοι στο μικρό λιτό παλιομοδίτικο σαλόνι που αντικρίζεις μόλις ανοίξεις την πόρτα. Περίμεναν τα μαντάτα. Μόλις τους αντίκρισε το είπε κατευθείαν. Λόγω χαράς το ξεφώνισε αμέσως, χωρίς να  περιμένει κατάλληλες στιγμές και κατάλληλες λέξεις. Δεν κρατιόταν. Τον περίμενε το πανεπιστήμιο στην μεγάλη πόλη. Η μάνα και ο πατέρας τον αγκάλιασαν. Μετά όμως στα κρυφά στην κουζίνα έκλαιγαν και δεν κατάλαβε γιατί. Όλα γινόντουσαν για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Αρίστος πήγε στη μεγάλη πόλη. Λόγω οικονομικών είχε ένα μικρό δωμάτιο σε μία γκρί και άχαρη συνοικία της τεράστιας και άναρχης μητρόπολης.  Άσχημοι μεγάλοι δρόμοι, φασαρία, κίνηση και ένα πνιγερό διαμέρισμα που δεν το έβλεπε το φως. Η θάλασσα και τα βουνά μακρυά. Είχε βάλει όμως πείσμα. Θα ερχόντουσαν τα καλύτερα σύντομα! Διάβαζε πολύ, σκοπό είχε μετά την μεγάλη πόλη να πήγαινε σε μία μεγαλύτερη για επιπλέον σπουδές. Το επιπλέον πτυχίο θα έκανε ακόμη ποιό μεγάλη την δυνατότητα για ένα καλύτερο αύριο.

  Πήρε το πρώτο πτυχίο με χαρά. Ήρθαν και οι γονείς του στην ορκωμοσία. Εκεί τους ανακοίνωσε οτί θα πήγαινε στην μεγαλύτερη πόλη. Δεν στεναχωρέθηκαν τόσο πια, είχαν συνηθίσει μάλλον την απουσία του. Ούτως ή άλλως πλέον δεν τους πολυέβλεπε. Αρχικά ανεβοκατέβαινε, μετά όμως σταμάτησε τα ταξίδια για να έχει χρόνο να διαβάζει και πηγαινοερχόταν μόνο στις γιορτές. Στο τέλος το έκοψε και αυτό, λίγες μέρες μόνο το καλοκαίρι, όταν δεν είχε εξεταστική. Στους γονείς έλειπε πολύ το παιδί, είχαν τόσα να του πούνε. Και αυτουνού του έλειπε το νησί και οι φίλοι του αλλά τι να κάνει. Οπότε όλοι στωικά αυτή την απόφαση την αποδεχτήκανε. Για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Αρίστος τελείωσε γρήγορα και με τη μεγαλύτερη πόλη. Πήρε και το παραπάνω πτυχίο. Δεν ήταν καλά βέβαια τα τελευταία χρόνια, είχε αναγκαστεί να συγκατοικήσει και επιπλέον δούλευε να βγάζει τα έξοδα. Η ζωή του στην μεγάλη πόλη εν ολίγης άχαρη και ζόρικη. Δουλειά, σπουδές και το μικρό φως του γραφείου του στην κάμαρη του να σβήνει τελευταίο. Τελείωσε όμως και τώρα θα πάει στο στρατό. Μόλις ξεμπερδέψει θα βρει δουλειά. Υπομονή. Για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο άχαρος στρατός τελείωσε. Ήταν βαρετός αλλά έφυγε γρήγορα. Δεν γύρισε όμως στο νησί. Τι να κάνει εκεί; Λίγες ευκαιρίες και πως να χτίσεις το μέλλον σου; Ευτυχώς βρήκε γρήγορα μία δουλειά στη μεγάλη πόλη. Η δουλειά πολύωρη και η αμοιβή λίγη αλλά ήταν μία αρχή.  Στο μεταξύ είχε γνωρίσει και την Ελένη. Βέβαια μέναν σε ένα μικρό διαμέρισμα, και οι δυνατότητες λίγες μέχρι να βρει και η κοπέλα δουλειά. Μόνο τα σαββατοκύριακα κάτι έκαναν σαν χόμπι, και το καλοκαίρι στο νησί κάνα δυό βδομάδες αυστηρά. Που χρόνος και που λεφτά; Όλα για ένα καλύτερο αύριο.


  Ο Αρίστος βρήκε μία μεγαλύτερη θέση. Βρήκε και η Ελένη δουλειά. Πιάσαν ένα μεγάλο διαμέρισμα με βεράντα για γλάστρες. Δεν είχε κοντά ούτε θάλασσα ούτε βουνά, αυτά ήταν ακριβά. Δεν βαριέσαι όμως, έχει ένα δωμάτιο επιπλέον, οπότε ο γάμος τους ήταν κοντά. Οι ώρες στην δουλειά πολλές, είχαν όμως βρει ένα νέο σκοπό. Θα ερχόταν ένα παιδάκι που το είχε όνειρο η Ελένη. Να χαρούν και οι γονείς του που πλέον βρίσκονται πολύ πολύ αραιά. Για ένα καλύτερο αύριο.

  Ο Αρίστος παντρεύτηκε και έκανε και παιδί. Το διαμέρισμα τους βόλεψε, δεν πήγαν σε άλλο για να εξοικονομήσουν τα λεφτά για το παιδί. Γιατί  το παιδί πρέπει να πάει σχολείο  και παιδικό και φροντιστήριο και πανεπιστήμιο. Να σπουδάσει αύριο μεθαύριο. Για ένα καλύτερο αύριο.

  Στο μεταξύ οι γονείς του πέθαναν και δεν ήταν εκεί. Δεν τους χαιρέτισε, ούτε να του πούνε όσα θέλανε πρόφτασαν. Δεν βαριέσαι, δεν πειράζει.  Για ένα καλύτερο αύριο.

  Το παιδί μεγάλωσε, πήγε στρατό και γύρισε, πήγε και αυτό και σπούδασε, πήγε και ξανασπούδασε και άρχισε να παλεύει με το δικό του αύριο. Και ο Αρίστος; Ο Αρίστος πήρε την σύνταξη του και πήγε στο νησί στο άδειο σπίτι των συγχωρεμένων των γονιών του. Με την Ελένη φυσικά μαζί. Το διαμέρισμα το άφησαν στο παιδί τους. Το πρωί πήγαινε με τους γειτόνους και ψάρευε και έκανε και καμία δουλειά στο μικρό χωράφι. Βέβαια τα ψαρέματα και τα χωράφια τα έμαθε από τους άλλους που χαν ξεμείνει κάποια χρόνια στο μέρος, όταν ήταν μικρός δεν τα χρειαζόταν αυτά. Το καλοκαίρι ενοικίαζε τα δωμάτια σε τουρίστες, κυρίως ξένους, που λάτρευαν τον ήλιο και την θάλασσα. Έκανε οικονομίες μέχρι και που πέθανε για να στέλνει στο παιδί του. Πριν κλείσει τα μάτια του δεν πρόλαβε να μιλήσει με το μικρό του, ούτε να περάσουν χρόνο μαζί, ούτε να του πει όλα όσα σκεφτόταν. Και το κυριότερο ούτε πρόλαβε να του εξηγήσει. Να του εξηγήσει γιατί όταν έφυγε και πήγε στο πανεπιστήμιο εκείνος έκλαιγε κρυφά στην κουζίνα. Δεν πειράζει όμως. Για ένα καλύτερο αύριο.


  ΤΕΛΟΣ
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γνώμες;